Τρίτη 15 Φεβρουαρίου 2011

ΣΚΑΪ Ακούς;

«Την Ελλάδα θέλωμεν
Και ας τρώγωμεν πέτρες
Και ας οδεύομεν στις αγχόνες
Και ας καιόμαστεν ζωντανοί σαν λαμπάδες
Εμείς, την Ελλάδα θέλωμεν»


13 Φεβρουαρίου 2011

Ομιλία του καθηγητή Χρίστου Γούδη σε εκδήλωση του Συλλόγου Εθνικής Μνήμης και Χρέους
«ΣΤΡΑΤΗΓΟΣ ΓΡΙΒΑΣ-ΔΙΓΕΝΗΣ»

Toν Σεπτέμβρη του 1958 στη μάχη στο Λιόπετρι στη Μεγαλόννησο, τέσσερις Κύπριοι μαχητές της ΕΟΚΑ, μετά από προδοσία, παγιδεύτηκαν από τις δυνάμεις κατοχής σ’ έναν αχυρώνα. Ήταν ο Ανδρέας Κάρυος, ο Φώτης Πίττας, ο Χρίστος Σαμάρας και ο Ηλίας Παπακυριακού. Και καθώς τα παλληκάρια πολεμούσαν, ένα ελικόπτερο άρχισε να καταβρέχει τον αχυρώνα με βενζίνη, λίγο πριν τα πυρπολήσει ο πολιτισμός της Μεγάλης Βρετανίας. Και μόλις οι πρώτες φλόγες αναπήδησαν προμηνύοντας το επερχόμενο ολοκαύτωμα, η μάνα του Κάρυου με φωνή αλύγιστης Σπαρτιάτισσας φώναξε:

«Δύναμιν γιε μου, δύναμιν. Να πεθάνεις λεβέντης!».

Αυτά δεν έγιναν τότε στις Θερμοπύλες, αυτά έγιναν τώρα στις μέρες μας και μας χαράξανε βαθειά. Όπως βαθειά μας χάραξε ολόκληρος ο Κυπριακός αγώνας της ΕΟΚΑ για την ένωση της Μεγαλοννήσου με την μητέρα Ελλάδα. Και πάνω απ΄όλα ο αρχηγός τους, ο στρατηγός Γεώργιος Γρίβας, ο θρυλικός Διγενής.

Την μέρα που πέθανε βρισκόμουν στην Αγγλία όπου παρακολούθησα μια τηλεοπτική συνέντευξη του BBC με τον, γηραιό τότε αντίπαλό του, τον Στρατάρχη Χάρντινγκ. Ο Άγγλος στρατιωτικός, ακριβοδίκαιος στις κρίσεις του, όχι μόνο έπλεξε το εγκώμιο του ομότεχνού του «εν όπλοις», αλλά χαρακτήρισε τον ηρωϊκό Διγενή ως τον ευφυέστερο και ικανότερο ηγέτη ανταρτοπολέμου του 20ου αιώνα! Δεν ήταν φυσικά τυχαίο, γιατί ο Γρίβας είχε πολλούς δασκάλους. Κάποιους απ΄αυτούς τους αναφέρω πρόσφατα σε επιστολή μου προς τον Ιμπραήμ, τον κάθε σύγχρονο Ιμπραήμ και τους ομοίους του, με την οποία τους καλωσορίζω στην Ελλάδα λέγοντας:

«Εμείς οι καθημαγμένοι, διεφθαρμένοι, και χειμαζόμενοι Έλληνες σάς περιμένουμε κι εσάς και τα βαλκανικά σας απόβλητα που μολύνουν τα ποτάμια της Μακεδονίας μας. Στείλτε μας πάλι τον Χουρσίτ, τον Καπουδάν πασά, τον Δράμαλη, και να μας ξαναέλθετε κι εσείς, ο Ιμπραήμ, αυτοπροσώπως. Ος γκελντίν. Θα σας καλωσορίσουμε όλους.

Σας περιμένουν, πιστοί υπήκοοι της μεγαλοσύνης σας, ο Γεωργάκης Ολύμπιος στην Μακεδονία, ο Μάρκος Μπότσαρης στην Ήπειρο, ο Δυσσέας κι ο Καραϊσκάκης στην Θεσσαλία και την Ρούμελη, ο Κανάρης κι ο Μιαούλης στο Αρχιπέλαγος, οι Μαυρομιχαλαίοι κι ο Παπαφλέσσας στον Μωρηά. Όσο για τους Νενέκους σας στην Ελλάδα, μην ανησυχείτε διόλου. Θα τους βρείτε κρεμασμένους στα δέντρα. Ο Κολοκοτρώνης θα φροντίσει γι’ αυτούς».

Για να προσθέσω σήμερα πως αν τύχει και του ξεφύγει κανείς θα τον αναλάβουν οι συνεχιστές του. Ο Μιχαλάκης Καραολής, ο Ανδρέας Δημητρίου, ο Ευαγόρας Παλληκαρίδης, εκείνος που «πήρε την ανηφοριά, πήρε τα μονοπάτια, να βρεί τα σκαλοπάτια που παν στη Λευτεριά», ο Μάρκος Δράκος, διαλεχτός ανάμεσα στους διαλεχτούς, ο Κυριάκος Μάτσης, ο «σταυραητός του Πενταδάκτυλου», εκείνος ο Μάτσης που, όταν ο «σιδηρούς στρατάρχης» Χάρντινγκ του πρόσφερε στη φυλακή μισό εκατομμύριο κυπριακές λίρες (πενήντα εκατομμύρια δραχμές σε νόμισμα του 1990) για να αποκαλύψει το κρυσφήγετο του Διγενή, του απήντησε: «ου περί χρημάτων τον αγώνα ποιούμεθα, αλλά περί αρετής», εκείνος ο Μάτσης που έπεσε ηρωϊκά στα 32 του χρόνια, κομματιασμένος από τις βρετανικές χειροβομβίδες, καθώς αναφωνούσε σ’ αυτούς που τον καλούσαν να βγεί έξω από τον κρυψώνα και να παραδοθεί : «αν βγω, θα βγω πυροβολώντας». Κι αν κάποιος ξεφύγει και απ΄ αυτούς θα τον φροντίσει ο Διγενής, όπως φρόντισε όλους εκείνους στο Θησείο και στην Κύπρο. Τ΄ακούς Ουρανέ, ή πρέπει για να καταλάβεις να σου μιλήσουμε εγγλέζικα; Εντάξει λοιπόν, Σκάϊ μας ακούς; Κανείς τους δεν είναι νεκρός. Γιατί η Ελλάδα ποτέ δεν παραδέχεται πως οι γενναίοι πεθαίνουν. Ζει ο Λεωνίδας, ζει ο βασιλιάς Αλέξανδρος, ζει ο Διγενής και καλεί και πάλι τους αγωνιστές του σε προσκλητήριο ηρώων, αρχίζοντας από τον πρώτο του Κυπριακού Αγώνα:

Αυξεντίου Γρηγόριος
Ζήδρος
Κύπριος καπετάνιος της ΕΟΚΑ
Αητός δικέφαλος του Μαχαιρά

Τετάρτη 9 Φεβρουαρίου 2011

Γράμμα στην Simone


Simone, είναι αξιόλογη η προσπάθεια που κάνεις και συνέχισε.

Εγώ δεν έζησα την πτώση της χούντας στην Ελλάδα. Γεννιόμουν εκείνη την εποχή. Κάποτε είχα την υποψία, μα εδώ και χρόνια έχω την βεβαιότητα αλλά και κάθε απόδειξη -το διαπιστώνω κάθε φορά που επισκέπτομαι την Ελλάδα- πως μεγάλωσα και έζησα σε μια ύπουλη χούντα, πολύ πιο θανατηφόρα, πιο άδικη, πιο απάνθρωπη απ' όλες τις χούντες που μπορεί να γνώρισε η Ελλάδα. Είναι η χούντα της μεταχουντικής Ελλάδας: Ένα αφόρητο διαρκές ψέμα. Η πολλά υποσχόμενη "αλλαγή" δεν ήταν τίποτα άλλο παρά η ενσάρκωση ενός αισχρού αμοραλισμού. Η οικονομική ευρωστία που φάνηκε στα πρώτα χρόνια του 80 ήταν μια φενάκη που κάλυπτε το άρρωστο, αδηφάγο μυαλό των αμοραλιστών πολιτικών της εποχής. Η "πρόοδος" δεν ήταν παρά η απαξίωση, η ύβρις, κάθε ιερού θεσμού. Η κατάλυση κάθε έννομης πράξης, η προσβολή της αξιοπρέπειας,  φιγουράρει επί τριακονταπενταετία ως ελευθερία της έκφρασης. Κάθε μορφή αξιολόγησης καταργήθηκε ως χουντικό κατάλοιπο. Η Ελληνική παιδεία "μεταρρυθμίστηκε". Στην ουσία ξερίζωσαν κάθε τι το Ελληνικό από μέσα της και την μπούκωσαν με κάθε είδους ανοησία. Αντικαταστάθηκε το πνεύμα των γραμμάτων από μια ξερή, άπεπτη για το μυαλό του μαθητή, μονότονη, παροχή πληροφοριών. Η διδασκαλία έγινε ένα κέλευσμα προς κατανάλωση γνώσεων. Το Πανεπιστήμιο έγινε νεκροταφείο της ελεύθερης έκφρασης, με τα φαντάσματα των φοιτητικών κομματικών οργανώσεων να φιγουράρουν σε κάθε είσοδο ιδρύματος και να απειλούν κάθε ζωντανή ψυχή. Η Εκκλησία διακωμωδήθηκε, χλευάστηκε... οι εργασίες της αποκόλλησης της απ' το υπόλοιπο σώμα του Ελληνισμού είναι δρομολογημένες. Μένουν κάποιες υπογραφές.

Ο παραπάνω κατάλογος είναι μακρύς αγαπητή Simone, και όλα αυτά που ανέφερα δεν είναι παρά μόνο κάποιοι τίτλοι απ' το τέλος μιας Ελληνικότητας που σήμερα νοσεί βαριά. Πολύ βαριά. Είναι αυτό που κατάλαβαν τα τελευταία χρόνια -σε προχωρημένη ηλικία πολλοί από αυτούς- αξιόλογοι αριστεροί μα απόβλητοι τώρα πια απ' το σύγχρονο αριστερό φρικιό (που ενδεχομένως και οι ίδιοι να έφτιαξαν): Πως το μεγαλύτερο κακό της χούντας ήταν αυτό το ανείπωτο πανηγύρι που στήθηκε στο όνομα της μεταπολίτευσης. Το ξέσκισμα του Ελληνισμού από τα μεταπολιτευτικά όρνια. Αυτό που η επί τριάντα-πέντε χρόνια τσατσά της δεξιάς, η ΝΔ, δεν κατάφερε ποτέ να ψελλίσει. Ούτε ακόμα και σήμερα. Μην και κακολογήσει τα αριστερά αγόρια που την περιποιούνται.

Είμαι γέννημα θρέμμα μιας γενιάς που υποχρεώθηκε στο να "γιορτάζει το Πολυτεχνείο" χωρίς ποτέ κανείς, να της εξηγήσει ουσιαστικά τί ήταν το "Πολυτεχνείο". Τί ακριβώς γιορτάζουμε. Ασφαλώς όμως, μια τέτοια εξήγηση θα σήμαινε και την κατάργηση της "γιορτής" έτσι όπως η μεταχουντική καμαρίλα της πολιτικής, της δημοσιογραφίας και της ακαδημαϊκής εκπαίδευσης την ήθελε. Αν γινόταν έτσι, ο "επαναστάτης του πολυτεχνείου" δεν θα μπορούσε να εξαργυρώσει τον "αντιχουντικό αγώνα του".  Στην προσπάθειά του να αποκηρύξει ο "εθνάρχης" την "επταετία" κατάφερε και έβαλε τα δυνατότερα θεμέλια για την μετέπειτα Βαβέλ που ακολούθησε και που ο αμερικανοτραφής εργολάβος του σοσιαλισμού ολοκλήρωσε με απαράμιλλη μαεστρία. Δεν ξέρω τι θα άλλαζε, μα σίγουρα οι μη δυνάμενοι να αναπνεύσουν άλλο αριστερό ντουμάνι, δεν θα έφταναν στο συμπέρασμα που έφτασαν, ούτε η Ελλάδα σε κάποιο "απεχθές μνημόνιο". Τουλάχιστο, ελπίζω πως θα λειτουργούσε στοιχειωδώς το κράτος.

Μα το ποιο τραγικό, είναι που σήμερα κάθε σπασμωδική κίνηση που κάνουν κόμματα ή ομάδες πολιτών, για να βρεί αυτό το αθάνατο κουφάρι -έστω στοιχειωδώς- ένα αξιοπρεπή βηματισμό, μια κάποια δύναμη να σταθεί στα πόδια του, λοιδορείται, μαρκάρεται -αν πρόκειται για κόμμα- ως ψηφοθηρική κίνηση αετονύχηδων ή με άλλη ταμπέλα που φέρει εξίσου ευφάνταστο λεκτικό προσδιορισμό, χωρίς ποτέ -μα ποτέ- να γίνει καμία ουσιαστική κριτική για αυτήν την πολιτική κίνηση. Ένα θέμα ταμπού. Όπου όποιος τολμίσει να το αγγίξει θα έχει λερώσει τα χέρια του δια παντώς -όχι πια με το χρώμα του ακροδεξιού- αλλά τώρα με το καινούριο χρώμα του "αετονύχη της ψηφοθηρίας". Άν ωστόσο πρόκειται για κίνηση πολιτών, για μιά μικρή "σπίθα" ας πούμε, αυτή χαρακτηρίζεται ως παρωχημένη ενέργεια ξεκούτηδων γερόντων ή μισαλλόδοξων φασιστοειδών. Βεβαίως Simone, δεν θα μπορούσε να λείψει -ακόμα και αυτήν την ύστατη στιγμή- η χαρακτηριστική εμφύλια διαμάχη μεταξύ αυτών που αναγνωρίζουν την αναγκαιότητα του να ξυπνήσει η Ελλάδα απ' το κώμα. Βολές εξαπολύονται  από αριστερές αυθεντίες του πατριωτισμού, απαξιώνοντας οποιαδήποτε κουβέντα με την "άλλη" πλευρά ή στην καλύτερη περίπτωση κατηγορώντας την για ευκαιριακή ψηφοθηρία και ιδιοτέλεια.  Η δέ άλλη πλευρά, είτε με ανήκουστες παραφωνίες ως προς αυτά που πρεσβεύει, είτε με  την  αδυναμία της να αναδείξει αυτό που πραγματικά επιθυμεί, δικαιολογεί -πολλές φορές- τις αποδιδόμενες σε αυτήν κατηγορίες. Έτσι Simone, το ξεπάστρεμα του ήδη άρρωστου Ελληνισμού είναι ζήτημα χρόνου. Ήδη η μαφία που λυμαίνεται την εξουσία ετοιμάζεται για την χαριστική βολή. Με δήμιο κάποια ΜΚΟ ή κάποιο "παρατηρητήριο" ή κάποιο "ίδρυμα εξωτερικής πολιτικής". Ναι, είναι όντως πολλοί οι υποφήφιοι δήμιοι. Για να είναι και τα χέρια  της εντολοδότιδας εξουσίας "καθαρά".

Μα ο κατήφορος Simone, δεν σταματά εδώ. Ζούμε σε μέρες όπου οι πάλαι ποτέ επαναστάτες του πνεύματος και της γνώσης, οι πραγματικοί δάσκαλοι, των οποίων η διδασκαλία αποτέλεσε την πυρίτιδα για μια εσωτερική πνευματική έκρηξη σε πολλές γενεές, ξεσπαθώνουν μέσα από επιφυλλίδες, που δυστυχώς σήμερα, αναπαράγουν τον εαυτό τους, χωρίς ποτέ να ξιφουλκούν απειλητικά προς τον εχθρό, χωρίς ποτέ να προστατεύουν ή να αναδεικνύουν το θετικό που προφανέστατα μια μερίδα του ελληνικού λαού αντιλαμβάνεται. Ενίοτε (οι διδάσκαλοι) φιλοξενούνται στο παράθυρο κάποιου καναλιού -συνήθως κρατικού ή περιφερειακού- για να εξηγήσουν σε κάποιον ανυπόφορα ανεπαρκή δημοσιογράφο, το τί μέλλει γενέσθαι. Φανερά μπερδεμένοι, καμώνονται πως αντιστέκονται με το να μηρυκάζουν παρωχημένες ιδέες, με το να προτείνουν ανεφάρμοστες λύσεις και με το να αρνούνται πεισματικά να πάρουν ξεκάθαρη πολιτική θέση.  Όμως, αυτό το τελευταίο Simone, θα σήμαινε ανεπανόρθωτη ρήξη με το δημοσιογραφικό κατεστημένο της νέας τάξης, ίσως απομόνωση, ίσως και χλεύη. Αντιθέτως, προσπαθούν να πείσουν για μια κάποια δυναμική της αποχής από τις εκλογές, μη δυνάμενοι να αντιληφθούν και να καταγγείλουν πως είναι σατανική η νομοθεσία  που ορίζει ότι η ψήφος δεν είναι υποχρεωτική. Σε αυτές τις τραγικές μέρες που ζούμε Simone, ακόμα και οι τρανοί δάσκαλοι θα πρέπει κάποτε να διαλέξουν ξεκάθαρα μια πολιτική πρόταση, να την πιστέψουν, να την στηλιτεύσουν, να την βελτιώσουν. Να πορευθούν μαζί της μέχρι την αντίπερα όχθη. Θα το τολμίσουν άραγε, ή θα βουλιάξουν στον βάλτο μαζί με τους Νάρκισσους και τα δημοσιογραφικά βατράχια;

Όμως Simone, μέσα σε αυτή την απελπισία, με γιατρεύουν τα βουνά της Ελλάδας, το νόημα των παραδόσεων μας, τα λεβέντικα τραγούδια μας, τα μοιρολόγια μας. Με γιατρεύει που όταν επισκέπτομαι την Ελλάδα πατάω στο μέρος που πατούσε η γιαγιά μου. Αγγίζω τις οξιές στο δάσος και αισθάνομαι να μου μιλούν για την λεβεντιά των προγόνων μου. Για την καθαρότητα της καρδίας τους. Για την Πίστη τους. Αυτό είναι για μένα, για την οικογένειά μου, η Ελλάδα. Γι αυτήν την Ελλάδα θα πολεμούσα ξανά Simone.

Χαιρετισμούς,
ΚΖ.

Τετάρτη 26 Ιανουαρίου 2011

Από το πανεπιστημιακό άσυλο στο άσυλο ανιάτων

Υπάρχει τίποτε πιο ξεκάθαρο από αυτό; 250 περίπου λαθρομετανάστες έχουν στρατοπεδεύσει στο κτίριο της Νομικής, κάτι το οποίο όλοι οι έχοντες σώας τα φρένας υποστηρίζουν ότι δεν μπορεί να συμβαίνει. Προσέξτε τώρα αντιδράσεις, για να καταλάβετε ότι αυτός ο τόπος είναι καταδικασμένος. Ότι η κατάσταση είναι ανίατη.

Η (αρμόδια) υπουργός Παιδείας εξέφρασε την οργή της, κατήγγειλε τους ανεύθυνους υποκινητές και ζήτησε την συνδρομή όλων των οργάνων της Πολιτείας.

Ο (επίσης αρμόδιος) υπουργός Εσωτερικών ξεκαθάρισε ότι δεν υπάρχει περίπτωση μαζικής νομιμοποίησης αλλοδαπών, σπεύδοντας να κατηγορήσει την προηγούμενη κυβέρνηση – λες και μπορεί να υπάρξει σύγκριση μεταξύ μιας εκβιαστικής νομιμοποίησης και ενός νόμου που ρύθμιζε τα θέματα των επί μακρόν διαμενόντων.

Ο (επίσης αρμόδιος) υπουργός Προστασίας του Πολίτη, μας υπενθύμισε ότι η προστασία του πανεπιστημιακού ασύλου είναι αποκλειστική αρμοδιότητα των Πανεπιστημιακών Αρχών, καθώς ο νόμος ορίζει ότι οι εισαγγελικές και οι αστυνομικές αρχές δεν μπορούν να παρέμβουν αν προηγουμένως δεν ζητηθεί από τις πανεπιστημιακές αρχές. Ορίζει, βέβαια, επίσης ο νόμος ότι επέμβαση της αστυνομίας επιβάλλεται όταν συντελείται κακούργημα. Και αυτό που συμβαίνει στη Νομική είναι κακούργημα.

Οι πανεπιστημιακές αρχές από την πλευρά τους, καταγγέλλουν ότι είχαν εγκαίρως ενημερώσει το υπουργείο Δημόσιας Τάξης για την μεταφορά των λαθρομεταναστών από την Κρήτη, αλλά δεν κατάφεραν να επικοινωνήσουν με τον υπουργό και περιορίστηκαν σε μια συνομιλία με τον υπασπιστή του.

Οι κατηγορούμενοι ως υποκινητές, υποστηρίζουν ότι η απόφαση για την «φιλοξενία» στο κτίριο ελήφθη από το Δ.Σ. του Συλλόγου των Φοιτητών, με τη σύμφωνη γνώμη όλων των παρατάξεων!

Τι έχουμε, επομένως, εδώ; Κατ’ αρχήν ένα εντελώς ανεύθυνο πολιτικό σύστημα που πλέον έχει χάσει τα αυγά και τα πασχάλια, αφού προηγουμένως φρόντισε με μια περίπλοκη νομοθεσία να μην βρίσκει άκρη ποτέ κανείς αν τύχει και συμβεί κάτι.

Όποτε και αν συμβεί κάτι, αυτοί δεν είναι αρμόδιοι να παρέμβουν ή να δώσουν λύση, διότι έχουν εκχωρήσει τις αρμοδιότητές τους σε άλλους – σε ανεξάρτητες αρχές, σε πανεπιστημιακές αρχές, σε επιτροπές.

Έχουμε επίσης πανεπιστημιακές αρχές που διστάζουν να ζητήσουν την συνδρομή των εισαγγελικών και των κρατικών οργάνων, οπότε ο νόμος παραμένει ανεφάρμοστος.

Και βέβαια, έχουμε ένα πανεπιστήμιο όπου κουμανταδόροι είναι οι εκπρόσωποι των (κομματικών) φοιτητικών παρατάξεων, που λειτουργούν ερήμην του υπόλοιπου φοιτητόκοσμού. Εκκολαπτόμενοι πολιτικοί και οι ίδιοι, θεώρησαν (και το είπαν ξεκάθαρα) ότι ο δημόσιος χώρος του πανεπιστημίου τους ανήκει και μπορούν να τον παραχωρούν.

Όλα αυτά είναι γνωστά και η επανάληψή τους ίσως καταντά κουραστική. Φτιάχνουν τους νόμους με τέτοιο τρόπο ώστε άλλος να αποφασίζει, άλλος να έχει δικαίωμα υπογραφής, άλλος να επεμβαίνει και ούτω καθεξής. Υπάρχει, όμως, ένα θέμα το οποίο παραμένει αναπάντητο.

Το υπουργείο Προστασίας του Πολίτη – λαλίστατο σε άλλες περιπτώσεις όπως αυτή της τρομοκρατίας – δεν μας λέει με ποιον τρόπο είναι δυνατόν επί ελληνικού εδάφους να μεταφέρονται καραβάνια παρανόμων από την μια περιοχή της Ελλάδας στην άλλη, χωρίς να επιλαμβάνεται κανείς.

Να ρωτήσει, βρε παιδί μου. Ποιοι είστε εσείς; Πού πάτε; Και επιτέλους, πώς επιβιβάστηκαν στο καράβι; Πλήρωσαν εισιτήρια; Ας μας κάνει μια ενημέρωση – έστω «άτυπη», σαν κι’ εκείνη που έκαναν με την «Γερμανίδα της τρομοκρατίας» -  ώστε να πληροφορηθούμε και εμείς οι απλοί φορολογούμενοι αν είναι δυνατόν μέσα στη χώρα να κυκλοφορούν λαθραίοι οργανωμένα και ανενόχλητοι.

Ακόμη και αν δεν είχαν ενημερώσει οι πρυτανικές αρχές, η αστυνομία δεν έχει ευθύνη για τα όσα συμβαίνουν στη χώρα και στις θάλασσές της;

Και επιτέλους δεν αντιλαμβάνονται ότι γελοιοποιούνται ακόμη περισσότερο όταν κάνει ο καθένας μια δήλωση αποποίησης ευθυνών ως απλοί παρατηρητές. Από όσο γνωρίζουμε, ο κ. Ραγκούσης έχει αναλάβει (από τον περασμένο Σεπτέμβριο) καθήκοντα πρωθυπουργεύοντος. Το να μας κάνει μια γενική δήλωση για το τι θα γίνει στο μέλλον, δεν μας καλύπτει. Οφείλει να έχει πάντα μια λύση.

Όπως δεν μας καλύπτουν και οι δηλώσεις όλων των υπολοίπων, που μας λένε τι πρέπει να γίνει. Διότι αυτό που πρέπει να γίνει, εντέλλονται να το κάνουν οι ίδιοι.

Το θέμα δεν είναι τι θα γίνει από εδώ και πέρα. Το θέμα είναι τι δεν έγινε ώστε να αποτραπεί αυτό που συνέβη. Όχι μόνο όσον αφορά στο συγκεκριμένο θέμα, αλλά και στον τρόπο που λειτουργούν τα πανεπιστήμια, με την διαπλοκή που αναπτύσσεται εκεί, ώστε να φοβάται ο Γιάννης το θεριό και το θεριό τον Γιάννη.

Από κει και πέρα, καταλαβαίνετε ότι δεν μπορούμε να περιμένουμε τίποτε και σε κανέναν τομέα. Γι’ αυτό βλέπουμε να συμβαίνουν όλα αυτά που συμβαίνουν με την οικονομική κρίση, την Ζήμενς και τα λοιπά.

Για την οικονομική κρίση δεν φταίει κανείς, για την Ζήμενς δεν υπάρχουν υπεύθυνοι που τσέπωσαν τις μίζες, για το γεγονός ότι η χώρα έγινε μπάτε σκύλοι αλέστε και αλεστικά μη δώσετε, επίσης δεν υπάρχουν υπεύθυνοι.

Η αρρώστια είναι ανίατη. Διαφορετικά, κάτω από τις σημερινές συνθήκες, θα είχε κάποιος αναλάβει έστω και μία ευθύνη. Για οτιδήποτε.

Άρθρο της Σοφίας Βούλτεψη από την Ελέυθερη Ζώνη

Γεμίστε τα κτήρια με λαθρομετανάστες...

Γεμίστε τα κτήρια με λαθρομετανάστες... έτσι κι αλλιώς την παιδεία την έχετε καταλύσει. Μην ξεχάσετε να τους δόσετε και το πτυχίο κατά την αποφοίτηση τους. Το κωλοχανείο σας μέσα... καλά, τί είναι η Ελλάδα, κωλόμπαρο;

Κυριακή 23 Ιανουαρίου 2011

Αγαπητέ Χάρυ....

Κοίτα να δεις, πώς οι μεγάλοι της σάτυρας μπορούν να πούν αλήθειες και χωρίς να φοράν το προσωπείο της σάτυρας: 
 
Λέει ο Χάρρυ Κλύνν πως "Ούτε το Μνημόνιο, ούτε οι δανειακές συμβάσεις είναι το μεγάλο πρόβλημα αυτής της χώρας. Oύτε  το δυσθεώρητο χρέος, ούτε η βαθιά ύφεση, ούτε ακόμα και αυτή η κατοχική κυβέρνηση του ημιπαράφρονα μειοδότη πρωθυπουργού Γ. Α. Παπανδρέου.
Το μεγάλο και ανυπέρβλητο πρόβλημα αυτής της χώρας είναι η πολτοποίηση της συνείδησης του δηλητηριασμένου με το δηλητήριο του άκρατου ατομισμού και του με κάθε τρόπο ανελέητου κυνηγιού του χρήματος, ελληνικού λαού, που επέβαλε και ανακήρυξε ως κυρίαρχο ήθος ο «Μέγας εκμαυλιστής» του Ελληνικού λαού, Ανδρέας Παπανδρέου. Τελεία και παύλα"
 
 

Δευτέρα 17 Ιανουαρίου 2011

Ο πραγματικός πατριωτισμός

Οι πρόγονοί μου ήταν θεότρελοι θερμοκέφαλοι που για αιώνες, με τον ένα ή τον άλλο τρόπο, πολεμούσαν τον τούρκο τραμπούκο που καταπατούσε τα όσια και τα ιερά του γένους μου του Ελληνικού, που βύζαινε το μεδούλι το Ρωμαίικο, που καταπατούσε την γή την ιερή την Ελληνική.

Αυτοί οι θερμοκέφαλοι (οι τρελοί), με το αίμα τους, έδιωξαν τον τούρκο κερχανατζή, και πότε με τσεκούρι, και πότε με φωτιά, έκοβαν και έκαιγαν τους ψύχραιμους, ή διαφωνούντες, προσκυνημένους. Οι ψύχραιμοι και διαφωνούντες (μετέπειτα ρεαλιστές) που γλίτωσαν (προσποιούμενοι ασφαλώς και αυτοί τους θερμοκέφαλους), με το που έφυγε ο τούρκος, πήραν την εξουσία. Ως ψύχραιμοι (ή ως διαφωνούντες, μα πάντα πολιτισμένοι), έκλεισαν στην φυλακή τους θεότρελους θερμοκέφαλους. Αυτοί οι ψύχραιμοι, ναι, αυτοί οι ψύχραιμοι (ή οι διαφωνούντες) κ. Παπαραχελά, κυβερνούν την χώρα μέχρι τα σήμερα (με εξαίρεση τις ελάχιστες και γνωστές περιπτώσεις όπου οι γόνοι των θερμοκέφαλων κατέλαβαν την εξουσία).

Είμαι γόνος εκείνων, και μόνο εκείνων των θερμοκέφαλων κ. Παπαραχελά που στην συνέχεια των αιώνων του γένους αγωνίζονται για δικαιοσύνη, προάγουν και δημιουργούν αξιοθαύμαστο πολιτισμό, τα έργα τους δίνουν τον ορισμό της λέξεως "τέχνη", παράγουν πλούτο, καθ' όσο οι ψύχραιμοι (ή οι διαφωνούντες) με τις αδιάκοπες κυβερνήσεις τους (ιδίως μεταπολιτευτικά) ξεπουλάν, ρημάζουν, καταστρέφουν και προδίδουν. Ναι, προδίδουν τον αγώνα αυτού του γένους. Αυτός είναι ο ορισμός της προδοσίας κ. Παπαραχελά.

Αναρωτιέμαι λοιπόν, κ. Παπαραχελά, πού ήσασταν τόσα χρόνια για να καταγγείλετε αυτή την ελεεινή προδοσία που συντελείται τα τελευταία 30 χρόνια σε αυτή την χώρα; Αναρωτιέμαι κ. Παπαραχελά, γιατί δεν σας προκαλεί μεγάλη απέχθεια αυτή η προδοσία αλλά σας προκαλεί μεγάλη απέχθεια η χρήση του όρου «προδότης», «προδοσία» κ.λπ. Αναρωτιέμαι καλώς κ. Παπαραχελά;

(με αφορμή το κείμενο του Μάξιμου από το φιλικό Ταμπούρι)

Τετάρτη 12 Ιανουαρίου 2011

Άχ! ο μπαγλαμάς...

Σάββατο 8 Ιανουαρίου 2011

Καλή Χρονιά.

Πέμπτη 23 Δεκεμβρίου 2010

Χριστός γεννάται δοξάσατε





«Χριστός γεννάται δοξάσατε. Χριστός εξ ουρανών' απαντήσατε.
Χριστός επί γης' υψώθητε. Άσατε τω Κυρίω πάσα ή γη,
και εν ευφροσύνη, ανυμνήσατε λαοί' ότι δεδόξασται».



Φώτης Κόντογλου

Το Βλογημένο Μαντρί

«Έργα», τ. Α'

 
Κάθε χρόνο ο Άγιος Βασίλης τις παραμονές της Πρωτοχρονιάς γυρίζει από χώρα σε χώρα κι από χωριό σε χωριό, και χτυπά τις πόρτες για να δει ποιος θα τον δεχτεί με καθαρή καρδιά. Μια χρονιά λοιπόν, πήρε το ραβδί του και τράβηξε. Ήτανε σαν καλόγερος ασκητής, ντυμένος με κάτι μπαλωμένα παλιόρασα, με χοντροπάπουτσα στα ποδάρια του και μ’ ένα ταγάρι περασμένο στον ώμο του. Γι αυτό τον παίρνανε για διακονιάρη και δεν τ’ ανοίγανε την πόρτα. Ο Άγιος Βασίλης έφευγε λυπημένος, γιατί έβλεπε την απονιά των ανθρώπων και συλλογιζότανε τους φτωχούς που διακονεύουνε, επειδής έχουνε ανάγκη, μ’ όλο που αυτός ο ίδιος δεν είχε ανάγκη από κανέναν, κι ούτε πεινούσε, ούτε κρύωνε.

Αφού βολόδειρε από δω κι από κει, κι αφού πέρασε από χώρες πολλές κι από χιλιάδες χωριά και πολιτείες, έφταξε στα ελληνικά τα μέρη, πού ’ναι φτωχός κόσμος. Απ’ όλα τα χωριά πρόκρινε τα πιο φτωχά, και τράβηξε κατά κει, ανάμεσα στα ξερά βουνά που βρισκόντανε κάτι καλύβια, πεινασμένη λεμπεσουριά.

Περπατούσε νύχτα κι ο χιονιάς βογκούσε, η πλάση ήτανε πολύ άγρια. Ψυχή ζωντανή δεν ακουγότανε, εξόν από κανένα τσακάλι που γάβγιζε.

Αφού περπάτηξε κάμποσο, βρέθηκε σ’ ένα απάγκιο που έκοβε ο αγέρας από ’να μικρό βουνό, κι είδε ένα μαντρί κολλημένο στα βράχια. Άνοιξε την αυλόπορτα που ήτανε κανωμένη από άγρια ρουπάκια και μπήκε στη μάντρα. Τα σκυλιά ξυπνήσανε και πιάσανε και γαβγίζανε. Πέσανε απάνω του να τον σκίσουνε˙ μα, σαν πήγανε κοντά του, σκύψανε τα κεφάλια τους και σερνόντανε στα ποδάρια του, γλείφανε τα χοντροπάπουτσά του, γρούζανε φοβισμένα και κουνούσανε παρακαλεστικά τις ουρές τους.

Ο Άγιος σίμωσε στο καλύβι του τσομπάνου και χτύπησε την πόρτα με το ραβδί του και φώναξε:

«Ελεήστε με, χριστιανοί, για τις ψυχές των αποθαμένων σας! Κι ο Χριστός μας διακόνεψε σαν ήρθε σε τούτον τον κόσμο!».

Η πόρτα άνοιξε και βγήκε ένας τσομπάνης, παλικάρι ως εικοσιπέντε χρονώ, με μαύρα γένια˙ και δίχως να δει καλά καλά ποιος χτυπούσε την πόρτα, είπε στο γέροντα:

«Πέρασε μέσα στ’ αρχοντικό μας να ζεσταθείς! Καλή μέρα και καλή χρονιά!».

Αυτός ο τσομπάνης ήτανε ο Γιάννης ο Μπάικας, που τον λέγανε Γιάννη Βλογημένον, άνθρωπος αθώος σαν τα πρόβατα που βόσκαγε, αγράμματος ολότελα.

Μέσα στην καλύβα έφεγγε με λιγοστό φως ένα λυχνάρι. Ο Γιάννης, σαν είδε στο φως πως ο μουσαφίρης ήτανε γέροντας καλόγερος, πήρε το χέρι του και τ’ ανασπάστηκε και τό ’βαλε απάνω στο κεφάλι του. Ύστερα φώναξε και τη γυναίκα του, ως είκοσι χρονώ κοπελούδα, που κουνούσε το μωρό τους μέσα στην κούνια. Κι εκείνη πήγε ταπεινά και φίλησε το χέρι του γέροντα, κι είπε:

«Κόπιασε, παππού, να ξεκουραστείς».

Ο Άγιος Βασίλης στάθηκε στην πόρτα και βλόγησε το καλύβι κι είπε:

«Βλογημένοι νά ’σαστε, τέκνα μου, κι όλο το σπιτικό σας! Τα πρόβατά σας να πληθαίνουν ως του Ιώβ μετά την πληγήν και ως του Αβραάμ και ως του Λάβαν! Η ειρήνη του Κυρίου ημών Ιησού Χριστού να είναι μαζί σας!».

Ο Γιάννης έβαλε ξύλα στο τζάκι και ξελόχισε η φωτιά. Ο Άγιος απίθωσε σε μια γωνιά το ταγάρι του, ύστερα έβγαλε το μπαλωμένο το ράσο του κι απόμεινε με το ζωστικό του. Τον βάλανε κι έκατσε κοντά στη φωτιά, κι η γυναίκα τού ’βαλε και μια μαξιλάρα ν’ ακουμπήσει.

Ο Άγιος Βασίλης γύρισε κι είδε γύρω του και ξανάπε μέσα στο στόμα του:

«Βλογημένο νά ’ναι τούτο το καλύβι!».

Ο Γιάννης μπαινόβγαινε, για να φέρει τό ’να και τ’ άλλο. Η γυναίκα του μαγείρευε. Ο Γιάννης ξανάριξε ξύλα στη φωτιά.

Μονομιάς φεγγοβόλησε το καλύβι με μιαν αλλιώτικη λάμψη και εφάνηκε σαν παλάτι. Τα δοκάρια σαν νά ’τανε μαλαμοκαπνισμένα, κι οι πυτιές που ήτανε κρεμασμένες σαν να γινήκανε χρυσά καντήλια, και τα τυροβόλια κι οι καρδάρες και τ’ άλλα τα σύνεργα που τυροκομούσε ο Γιάννης, λες κι ήτανε διαμαντοκολλημένα. Και τα ξύλα που καιγόντανε στη φωτιά ευωδιάζανε σαν μοσκολίβανο και δεν τρίζανε, όπως τρίζανε τα ξύλα της φωτιάς, παρά ψέλνανε σαν τους αγγέλους πού ’ναι στον Παράδεισο.

Ο Γιάννης ήτανε καλός άνθρωπος, όπως τον έφτιαξε ο Θεός.

Φτωχός ήτανε, είχε λιγοστά πρόβατα, μα πλούσια καρδιά : «Τη πτωχεία τα πλούσια!». Ήτανε αυτός καλός, μα είχε και καλή γυναίκα. Κι όποιος τύχαινε να χτυπήσει την πόρτα τους, έτρωγε κι έπινε και κοιμότανε. Κι αν ήτανε και πικραμένος, έβρισκε παρηγοριά. Γι αυτό κι ο Άγιος Βασίλης κόνεψε στο καλύβι τους, ξημερώνοντας Πρωτοχρονιά, παραμονή της χάρης του, κι έδωσε την ευλογία του.

Κείνη τη νύχτα τον περιμένανε όλες οι πολιτείες και τα χωριά της οικουμένης, αρχόντοι, δεσποτάδες κι επίσημοι ανθρώποι, πλην εκείνος δεν πήγε σε κανέναν τέτοιον άνθρωπο, παρά πήγε στο μαντρί του Γιάννη του Βλογημένου.

Σαν βολέψανε τα πρόβατα, μπήκε μέσα ο Γιάννης και λέγει στο γέροντα:

«Γέροντα, μεγάλη χαρά έχω απόψε που ήρθες, ν’ ακούσουμε κι εμείς κανένα γράμμα, γιατί δεν έχουμε εκκλησία κοντά μας, μήτε καν ρημοκλήσι. Εγώ αγαπώ πολύ τα γράμματα της θρησκείας μας, κι ας μην τα καταλαβαίνω, γιατί είμαι ξύλο απελέκητο. Μια φορά μας ήρθε ένας γέροντας Αγιονορίτης και μας άφησε τούτη την αγιωτική φυλλάδα, κι αν λάχει να περάσει κανένας γραμματιζούμενος καμιά φορά, τον βάζω και τη διαβάζει. Εγώ όλα όλα τα γράμματα που ξέρω είναι τρία λόγια που τά ’λεγε ένας γραμματιζούμενος, που έβγαζε λόγο στο χωριό, δυό ώρες από δω, κι από τις πολλές φορές που τά ’λεγε, τυπωθήκανε στη θύμησή μου. Αυτός ο γραμματικός έλεγε και ξανάλεγε : “Σκώνιτι ου μήτηρ του κι τουν ανισπάζιτι κι του λέγ’ : Τέκνου μου! Τέκνου μου!”. Αυτά τα γράμματα ξέρω…».

Ήτανε μεσάνυχτα. Ο αγέρας βογγούσε. Ο Άγιος Βασίλης σηκώθηκε απάνου και στάθηκε γυρισμένος κατά την ανατολή κι έκανε το σταυρό του τρεις φορές. Ύστερα έσκυψε και πήρε από το ταγάρι του μια φυλλάδα κι είπε:

«Ευλογητός ο Θεός ημών πάντοτε, νυν και αει και εις τους αιώνας των αιώνων!».

Ο Γιάννης πήγε και στάθηκε από πίσω του και σταύρωσε τα χέρια του. Η γυναίκα του βύζαξε το μωρό και πήγε κι εκείνη και στάθηκε κοντά στον άντρα της.

Κι ο γέροντας είπε το «Θεός Κύριος» και τ’ απολυτίκιο της Περιτομής «Μορφήν αναλλοιώτως ανθρωπίνην προσέλαβες», χωρίς να πει και το δικό του τ’ απολυτίκιο, που λέγει : «Εις πάσαν την γην εξήλθεν ο φθόγγος σου». Έψελνε γλυκά και ταπεινά, κι ο Γιάννης κι η Γιάνναινα τον ακούγανε με κατάνυξη και κάνανε το σταυρό τους. Κι είπε ο Άγιος Βασίλης τον όρθρο και τον κανόνα της εορτής «Δεύτε λαοί, άσωμεν», χωρίς να πει το δικό του κανόνα «Σου την φωνήν έδει παρείναι, Βασίλειε». Κι ύστερα είπε όλη τη λειτουργία κι έκανε απόλυση.

Καθίσανε στο τραπέζι και φάγανε, ο Άγιος Βασίλειος ο Μέγας, ο Γιάννης ο Βλογημένος, η γυναίκα του κι ο μπάρμπα - Μάρκος ο Βουβός, που τον είχε συμμαζέψει ο Γιάννης και τον βοηθούσε.

Και, σαν αποφάγανε, έφερε η γυναίκα τη βασιλόπιτα και την έβαλε απάνω στο σοφρά. Κι ο Άγιος Βασίλης πήρε το μαχαίρι και σταύρωσε τη βασιλόπιτα κι είπε:

«Εις το όνομα του Πατρός και του Υιού και του Αγίου Πνεύματος!».

Κι έκοψε το πρώτο το κομμάτι κι είπε: «του Χριστού», έκοψε το δεύτερο κι είπε: «της Παναγίας», κι ύστερα έκοψε το τρίτο και δεν είπε: «του Αγίου Βασιλείου», αλλά είπε: «του νοικοκύρη του Γιάννη του Βλογημένου!».

Πετάγεται ο Γιάννης και του λέγει:

«Γέροντα, ξέχασες τον Αι-Βασίλη!».

Του λέγει ο Άγιος:

«Αλήθεια, τον ξέχασα!».

Κι έκοψε ένα κομμάτι κι είπε:

«Του δούλου του Θεού Βασιλείου!».

Ύστερα έκοψε πολλά κομμάτια, και σε κάθε ένα που έκοβε έλεγε: «της νοικοκυράς», «του μωρού», «του δούλου του Θεού Μάρκου του μογιλάλου», «του σπιτιού», «των ζωντανών», «των φτωχών».

Λέγει πάλι ο Γιάννης στον Άγιο:

«Γέροντα, γιατί δεν έκοψες για την αγιοσύνη σου;».

Του λέγει ο Άγιος:

«Έκοψα, ευλογημένε!».

Μα ο Γιάννης δεν κατάλαβε τίποτα, ο καλότυχος!

Έστρωσε η γυναίκα, για να κοιμηθούνε. Σηκωθήκανε να κάνουνε την προσευχή τους. Ο Άγιος Βασίλης άνοιξε τις απαλάμες του κι είπε την δική του την ευχή, που τη λέγει ο παπάς στη λειτουργία:

«Κύριος ο Θεός μου, οίδα ότι ουκ ειμι άξιος, ουδέ ικανός, ίνα υπό την στέγην εισέλθης του οίκου της ψυχής μου…».

Σαν τελείωσε την ευχή κι ετοιμαζόντανε να πλαγιάσουνε, του λέγει ο Γιάννης :

«Εσύ, γέροντα, που ξέρεις τα γράμματα, πες μας σε ποιά παλάτια άραγες πήγε απόψε ο Αι-Βασίλης; Οι αρχόντοι κι οι βασιλιάδες τί αμαρτίες μπορεί νά ’χουνε; Εμείς οι φτωχοί είμαστεν αμαρτωλοί και κακορίζικοι, επειδής η φτώχεια μας κάνει να κολαζόμαστε!».

Ο Άγιος Βασίλης δάκρυσε. Σηκώθηκε πάλι απάνω, άπλωσε τις απαλάμες του και ξαναείπε την ευχή αλλιώτικα:

«Κύριε ο Θεός μου, οίδας ότι ο δούλος Ιωάννης ο απλούς εστιν άξιος και ικανός, ίνα υπό την στέγην αυτού εισέλθης, ότι νήπιος υπάρχει, και των τοιούτων εστίν η βασιλεία των ουρανών…».

Και πάλι δεν κατάλαβε τίποτα ο Γιάννης ο καλότυχος, ο Γιάννης ο Βλογημένος.


Τρίτη 21 Δεκεμβρίου 2010

Περί αποχής...

Επιτέλους... έλεος πια με αυτήν την μπαρούφα! Η παραφιλολογία περί του ότι η αποχή στις τελευταίες εκλογές είναι δήθεν ένας "σεισμός" για το πολιτικό σύστημα, πρέπει επιτέλους να πάψει. Είναι θλιβερό, μιά τέτοια άποψη, να αναπαράγεται από σκεπτόμενους ανθρώπους όπως ο Γιανναράς ή ο πρώην εισαγγελέας κ. Κ. Λογοθέτης (στο 4Ε). Η παραφιλολογία αυτή αναμηρυκάζεται συστηματικά και από διάφορα μπλόγκς του συρμού. Συνήθως από αυτά της ποικίλης ύλης... όπου μαζί με το τον σχολιασμό για το τι βρακί φοράει η καραπούτσογλου μας μιλούν για το νόημα (ενίοτε και κίνημα) της αποχής από τις τελευταίες εκλογές, δηλαδή της συνειδητής ατιμίας*.

Με αφορμή την άποψη του κ. Γιανναρά, όπως την κατέθεσε στον δημοσιογράφο Γιώργο Σαχίνη στις 3 Δεκεμβρίου 2010 στην εκπομπή "Αντιθέσεις" στην "Κρήτη ΤV" έχω να πω τα εξής: Η αποχή είναι αυτή που διαιωνίζει το πολιτικό σύστημα κ. Γιανναρά, και εσείς με τα λεγόμενά σας την νομιμοποίητε. Αν κανένα από τα πολιτικά κόμματα δεν σας ικανοποιεί ούτε καν στο ελάχιστο, τότε γιατί δεν κάνετε έναν πολιτικό σχεδιασμό με τους συνεργάτες σας; Γιατί δεν φέρνετε την ρήξη και την ανατροπή εσείς; Με την δική σας πρόταση. Γιατί δεν δημιουργείτε την αριστερά που ονειρεύεστε; Τέλος, γιατί δεν πάτε να ψηφίσετε λευκό; Το σατανικό νομοσχέδιο, την μετρά ακόμα ως ψήφο. Και αν ακόμα ούτε αυτό θέλετε, γιατί δεν οργανώνετε, εσείς, συντεταγμένη αποχή στις πλατείες; Να μήν πάει ο κόσμος να ψηφίσει, αλλά να πάει στην πλατεία του χωριού του και να διαμαρτυρηθεί. Έτσι, θα είχατε κάθε λόγο να μιλάτε έτσι για σεισμό. Η αποχή, του βάζω την ουρά στα σκέλια -έτσι κι αλλιώς οι Γιανναράδες θα με πουν ήρωα- είναι η πιο κραυγαλέα νίκη του πολιτικού συστήματος.

Γιατί δεν μιλάτε για την σατανική (πρόσφατη) νομοθεσία όπου ορίζει πως η ψήφος δεν είναι υποχρεωτική; Πως αντέχετε να μην σχολιάσετε το γεγονός πως ενώ υπάρχει η ποινή της στέρησης των πολιτικών δικαιωμάτων ταυτόχρονα η άσκηση του εκλέγειν, που είναι το ύψιστο χρέος του σύγχρονου πολίτη, ορίζεται απ τον σατανικό νομοθέτη ως μη χρέος; Έτσι, το άν θα ψηφίσει ο φραπεδέλληνας υπόκειται στο περιεχόμενο της ημερήσιας ατζέντας του: Αν έχω δουλειά εκείνη την μέρα στο χωριό, θα πάω και να ψηφίσω. Και εσείς αυτό το λέτε σεισμό.

-----------------------------------------------------------------------------------------------------------
*άτιμος στην Αρχαία Αθήνα ονομαζόταν όποιος δεν είχε την τιμή να συμμετέχει στα κοινά: Στο να φανερώνει την Πόλη.